ἀνίσων

ἀνίσων
ἄνισος
unequal
masc/fem/neut gen pl
ἀ̱νίσων , ἀνισόω
equalize
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱νίσων , ἀνισόω
equalize
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀνί̱σων , ἀνισόω
equalize
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀνί̱σων , ἀνισόω
equalize
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀνισόω
equalize
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀνισόω
equalize
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀνισόω
equalize
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀνισόω
equalize
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • неравьночьстьнъ — (1*) пр. Неравно почитаемый: оц҃ю и с҃нѹ и ст҃ѹѹмѹ д҃хѹ покланѧтисѧ. ѥдинѣмь покланѧниѥмь. вѣрьны˫а ˫авѣ наѹчьше. и сѹщю неравьночс҃тьнѹ б҃жьства. вѣрѹ раздрѹшьше и растьрзавъше. (τῶν ἀνίσων βαϑμῶν) КЕ XII, 40б. Ср. равьночьстьныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • неравьныи — (13) пр. 1.Неравный, неодинаковый: аще ли тако множаиша мѣста обрѧщютьсѧ въ нихъже обои прѣдѣли сѹть ˫ако не мощи равьныимъ раздѣлити числъмь тѣхъ мѣстъ неравьнѹ ‹сѹ›щю пьрвѣѥ раздѣл˫аѥтьсѧ равьна˫а числа (ἀνίσου) КЕ XII, 161а; Поне же моиси свою …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανίσωμα — ἀνίσωμα, το και ἀνίσων, η (Α) το κρασί που πρόσφεραν κατά την υποδοχή κάποιου ξένου, η επίστιος* …   Dictionary of Greek

  • ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ …   Dictionary of Greek

  • ετερομήκης — όμηκες (Α ἑτερομήκης, όμηκες) αυτός που δεν έχει ίσο μήκος σε όλες τις διαστάσεις του, ο ανισομήκης, ο ανισόπλευρος («ετερόμηκες τετράπλευρο» ορθογώνιο, όχι όμως τετράγωνο) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ετερομήκης (ενν. αριθμός) ο αριθμός, γινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • εφέστιος — ἐφέστιος, ον, ιων. τ. ἐπίστιος, ον και ἐφίστιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στην εστία, στο σπίτι του (α. «ἐλθὼν ἀπολέσθαι ἐφέστιος», Ομ. Οδ. β. «Τρῶες ἐφέστιοι ὅσσοι ἔασιν» όσοι Τρώες βρίσκονται στα σπίτια τους, Ομ. Ιλ.) 2. για ικέτες που… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • κοντσερτάτο — (concertato). Σκηνή συνόλου της όπερας του 19ου αι., που χαρακτηρίζεται από τη συμμετοχή φωνών σόλο, χορωδίας και ορχήστρας. Στα πρώτα μελοδράματα του 19ου αι., το κ. αναπτύχθηκε –τουλάχιστον στο αρχικό του μέρος– όπως ένας κανών: οι διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • προμηκικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμήκη μυελό («το κέντρο τής αναπνοής είναι κέντρο προμηκικό»). επίρρ... προμηκικῶς Α μαθ. με τη χρήση άνισων παραγόντων («ἵνα ἐπιπεδωθῇ προμηκικῶς πλευρά [τοῡ ἀριθμοῡ χίλια]», Ιάμβλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”